- ομογάλακτες
- ὁμογάλακτες, οἱ (Α)1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. *ομογάλαξ < ομ(ο)-* + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεο-γάλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.